Σιωπή.


Απρόσμενα.
Έτσι.
Τυχαία.
Άτυχα.
Αναπάντεχα.
Ίσια.
Απροσδόκητα.
Ξαφνικά.
Άσχετα.
Σαν
Καρμικά.
Κάπως
Συμπαντικά.
Όπως
Προφητικά.
Μάλλον
Διαισθητικά.
Τάχα
Αδικαιολόγητα.
Όσο
Αργά.
Τόσο
Απότομα.
Όμως
Αλλιώτικα.
Εκεί
Ψηλά.
Ξανά
Κοντά.
Χωριστά.
Δίπλα.
Διαφορετικά.
Αμήχανα.
Σιωπή.



E.M.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Και όταν πια γεννηθηκα, έψαξα να βρω μια βολική θέση στον κόσμο
κι έτσι στριμώχτηκα στην κούνια μου
και ατένιζα τα χιλιάδες αστέρια που η μάνα μου είχε κατεβάσει για χάρη μου.

Υστερα έψαξα με αγωνία να βρώ μια θέση ανάμεσα στα αδέλφια μου.
Με ονόμασαν στερνοπαίδι
και με το όνομα αυτό πορεύτηκα ήσυχη για κάποια χρόνια.

Στο σχολείο η ταυτότητα μου αυτή δεν είχε καμιά ισχύ.
Ετσι ασθμαίνοντας έφτιαξα μια νέα,
με βόλους, κολιβογράμματα και μερικά αριστεία.
Πήρα μια βαθειά ανάσα και κέρδισα λίγο χρόνο,
αρκετά πολύτιμο για μένα
καθώς μπορούσα τα βράδια να τρέχω, να κρύβομαι
και να κοροιδεύω για λίγο τον κατασκευασμένο μου εαυτό.

Ομως ο χρόνος κυλάει γρήγορα
και τρέχει πάνω στις στέγες όσο εσύ κοιμάσαι.
Ξύπνησα ένα πρωί και είδα στα μάτια της μάνας μου πως έγινα γυναίκα.
Μαζί με την νέα μου ιδιότητα ερχόταν και το χρέος.
 Ποιός είσαι;” με ρωτούσε ξανά η φωνή.
Η θέση μου στον κόσμο έτριζε ξανά..
Ημουν τώρα πολύ μεγάλη για να στριμωχτώ στην κούνια μου,
και τα κολιβογράμματα μου δεν μου φέρναν πια αριστεία.

Και κάπως έτσι πορευόμουνα τις μέρες μου στον απέραντο τούτο κόσμο,
φτιάχνοντας και σκίζοντας ταυτότητες.
Και είχα έτσι την ψευδαίσθηση της πολλαπλότητας μου
και ακόμα χειρότερα την αυταπάτη της ενότητας μου.
Και όταν κάποιος με ρωτούσε ποιός είμαι είχα πια αρκετά πιστοποιητικά να επιδείξω.

Ομως τα βράδια κάποιος κρυβόταν στα όνειρα μου.
Ολο τον κυνηγούσα και όλο μου ξέφευγε.
Και συχνά τις νύχτες ξυπνούσα ιδρωμένη,
έτρεχα τότε στον καθρέφτη να κοιτάξω
γιατί τις ώρες εκείνες δεν ήμουν πια σίγουρη
αν είμαι εγώ
αν είμαι το παιδί που ψάχνει μια θέση στην κούνια του
ή αν είμαι η ετοιμοθάνατη γριά
που χαμογελάει χαιρετώντας τη ζωή και λεέι
“Εψαχνα πάντα μια βολική θέση στον κόσμο
και κάπως έτσι ξοδεψα τα χρόνια μου
και έχασα έναν ολόκληρο κόσμο”.

Γιώτα Σκαπέτη


Η ανεκτίμητη αξία της γομας!

Γόμα > > γομολάστιχα > σβηστήρας> σβηστήρι> σβηστήρα> σβήστρα >> Κομμάτι από καουτσκούκ με το οποίο σβήνεται κάτι που γράφτηκε με μολύβι ή μελάνι. Όλη η σκέψη ξεκίνησε εντελώς τυχαία. Όταν ήταν επιτακτική ανάγκη να βρώ κάτι σε αυτό το μπάχαλο που λέγεται τσάντα για να γράψω. ΤΩΡΑ όχι σε λίγο. Τώρα. Φλερτάρω λίγο με την πιθανότητα να τα γράψω στο «πανέξυπνο» και τελευταίας τεχνολογίας βεβαίως- βεβαίως, κινητό μου αλλά παράλληλα ψάχνω. Και ψάχνω. Και.. τελικά.. -«Ωπ ωππ.. Κάτι πιάνω.. κάτι πιάνωω!! Και ναι! Είναι… ΜΟΛΥΒΙ??!!! ΧΧμμ.. Και τώρα? Ε θα γράψω με το μολύβι.» Και έγραψα. Και όλα καλά. Και μετά έκανα λάθος. Και λίγο πιο μετά αποφάσισα ότι δε μου άρεσαν τα γράμματά μου. Και λίγο πιο μετά από το μετά αποδείχθηκε πως ό,τι έγραψα ήταν… λάθος . Και τώρα?!! ΣΟΚ. Πανικός! «ΗΛΙΘΙΑ! Μια ζωή παρορμητική. Να γράφεις χωρίς να σκέφτεσαι. Λες και είσαι η Μαντάμ Ζαΐρα στην αυτόματη γραφή» Κι ενώ είχα αρχίσει τις εσωτερικές μου… δοξασίες ξαφνικά πιάνω κάτι! Ως εκ θαύματος το μικρό αυτό μαγικό, άσπρο αντικείμενο βρέθηκε στη τσάντα μου. Μάταια προσπαθούσα να θυμηθώ το πώς. ΓΟΜΑ! Η μνήμη των μαθητικών μου χρόνων μου θύμισε πως με το μολύβι ότι γράφεις το.. ξεγράφεις! Και τότε άρχισα να σβήνω σχεδόν με μανία για να καταλήξω με πολύ αργές κινήσεις μπρος –πίσω, ούσα πλέον μέρος ενός πολύ ενδιαφέροντος mind game.. Εκεί λοιπόν που η ρετρό και νοσταλγική μου διάθεση να γράψω με μολύβι «συνάντησε» τα λάθη, συνειδητοποίησα την …ύπαρξη της θαυματουργής γόμας ! Να μαζευτούμε μια μέρα βρε παιδιά εμείς οι παρορμητικοί και να εκτιμήσουμε την ανεκτίμητη και διαχρονική αξία της …γόμας! Δύο παλινδρομικές κινήσεις και… Σα να μην υπήρξε ποτέ! Σα να μην το έγραψες ποτέ. Είναι μαλακή, ευλύγιστη, μονόχρωμη –συνήθως-, με τάσεις αυτοκαταστροφής, είναι πάντα εκεί όταν τη χρειάζεσαι, σε αφήνει να… «ζωγραφίζεις» πάνω της και σου σβήνει το... λάθος σου το τελευταίο. Προς Θεού αγόρια μη μου μπερδεύεστε –δεν έχουμε αλλάξει θέμα συζήτησης- και όχι δεν μιλάμε για την τέλεια γυναίκα αλλά για αυτό το μαγικό πλαστικό πράγμα που είναι ικανό να σε λυτρώσει από λέξεις και σκέψεις που θες να εξαφανίσεις. Όλες όμως οι ανακαλύψεις έχουν και μία ιστορία. Η γόμα δημιουργήθηκε ή μάλλον ανακαλύφθηκε εντελώς τυχαία. Μέχρι το 1770 το λευκό ψωμί ήταν το μέσο για να σβήνει κανείς μολύβι (γνωστό κι ως γραφίτη) , όταν κατά λάθος ο Edward Naime παίρνει ένα κομμάτι «λάστιχο» και παρατηρεί ότι μπορεί να κάνει την ίδια δουλειά. Προχώρησε στην παραγωγή τους και μάλιστα τις διέθετε σε υψηλή τιμή. Το 1839 τώρα με τη συμβολή του Charles Goodyear το προϊόν βελτιώνεται και διαδίδεται ευρύτερα. Τώρα δε ξέρω αν είναι urban legend πάντως λέγεται πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το λευκό ψωμί ως εργαλείο διόρθωσης. Σβήνονται όμως όλα τα λάθη? ΚΙ αν ναι, πόσους φούρνους πρέπει να λεηλατήσω για να τα καταφέρω? Κι ενώ συνέχιζα να γράφω συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά πως αντί η τεχνολογία να μας υπηρετεί, την υπηρετούμε εμείς. Και μάλιστα τόσο πιστά που όταν δεν την έχουμε, υποφέρουμε με συμπτώματα που αγγίζουν τα όρια συνδρόμου στέρησης. Γράφουμε τις πιο σημαντικές λέξεις της ζωής μας τόσο γρήγορα σε κάποιο πληκτρολόγιο που έχουμε ξεχάσει πως είναι η αίσθηση του να γράφεις τη λέξη και ό,τι αυτό μπορεί να περιλαμβάνει. Εντάξει μπορεί να κατηγορηθώ αυτή τη στιγμή για αφόρητα παλιομοδίτικη τύπισσα (όχι ότι με πειράζει βέβαια!). Σκεφτείτε όμως για λίγο… Πολύ λίγο. Σκεφτείτε πόσες λέξεις έχουμε ξεχάσει καλά- καλά πως γράφονται γιατί τις κρύβουμε στα γκρίκ-ιγκλις. Αναλογιστείτε πόσο διαφορετικά θα μετρούσαμε τη κάθε σκέψη που θα μεταμορφωνόταν σε λέξη αν δεν είχαμε την ευκολία του DELETE ή του BACKSPACE ? Και ναι εγώ κάπου εκεί ανάμεσα σε αυτές τις απορίες συνειδητοποίησα με τι ευκολία αφήνω λέξεις να μου ξεφεύγουν από το στόμα και τα δάχτυλα χωρίς να έχω πρώτα αναλογιστεί ΤΙ «λέω». Λέμε «ναι» ενώ θέλουμε να πούμε «όχι». Λέμε «φύγε» ενώ πεθαίνουμε να πούμε «Έλα». Λέμε τα εύκολα, τα ασήμαντα γιατί είναι πιο βολικά. Αποφεύγουμε τα σημαντικά. Κι όταν πια αποφασίσουμε να τα «πούμε»- μεταξύ σοβαρού κι αστείου πάντα- τότε σχεδόν ποτέ κανείς δε τα καταλαβαίνει ή δεν μας πιστεύει. Γιατί κάναμε τη ζωή μας hi tech και κάπου εκεί χαθήκαμε στη μετάφραση κι εμείς. Αν όμως το χαρτί και το μολύβι «έπαιζαν» ακόμα ρόλο ενεργό στη ζωή μας τότε πιστεύω ακράδαντα πως όλη μας η ζωή θα ήταν γραμμένη εντελώς διαφορετικά. Πόσο λυτρωτικό θα ήταν αν υπήρχε μία γόμα που θα μπορούσε να σβήσει όλα αυτά που… γράφουμε στις κενές σελίδες στο βιβλίο της ζωής μας?! Ή μάλλον όλα αυτά που μετανιώσαμε και δε τα θέλουμε πια εκεί. Θα μπορούσες να πάρεις «πίσω» λέξεις που είπες, αισθήματα που δεν έπρεπε να νιώσεις, πράξεις που δεν έπρεπε να κάνεις, γκόμενους-ες που δεν έπρεπε επ’ ουδενί να πεις.. «ναι». Λάθη. Μικρά ή μεγάλα. Αστεία ή σοβαρά. Σημαντικά ή ασήμαντα. Λάθη που σε μπλοκάρουν και που διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.
 Κάπου διάβασα ένα από αυτά τα τσιτάτα το οποίο έλεγε πως: «Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα των παιδικών μας χρόνων ήταν πως η μπλε πλευρά της γόμας σβήνει το στυλό». Στην αρχή διαφώνησα διότι εγώ μια χαρά θυμάμαι πως έσβηνα και το στυλό και πολύ ευτυχισμένη ήμουν για αυτό. Μετά όμως άρχισα να… θυμάμαι. Ω ναι! Δεν υπάρχει σχεδόν καμία περίπτωση να έχει σβήσει κάποιος ,με το μπλε σημείο της γόμας, στυλό, χωρίς να έχει σκίσει ή –στην καλύτερη- να έχει καταντήσει το χαρτί, ριζόχαρτο. Άρα: σβήνεις αλλά αφήνεις και σημάδια. Πόσο απλό λοιπόν θα ήταν να μπορούσαμε να πάρουμε μια γόμα και να σβήνουμε ξανά και ξανά μέχρι να πετύχουμε το τέλειο! Θα ήμασταν τέλεια όντα με τέλειες πράξεις. Μήπως όμως μετά, τελικά, δεν θα ήμασταν εμείς αλλά ένα καλά μελετημένο «σωστό»... λάθος? Μήπως αυτό είναι τελικά το νόημα? Να μαθαίνεις από τα λάθη σου κι ακόμα όταν το «είναι» σου αρνείται πεισματικά να σταυρώσει σωστή πράξη εσύ να συνεχίζεις να μαθαίνεις? Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γράψεις. Υπάρχουν πολλά μέσα γραφικής ύλης για να χρησιμοποιήσεις. Μολύβι ,στυλό, μαρκαδόρος, μπογιά, σπρέι. Υπάρχουν αντίστοιχοι τρόποι και για να σβήσεις το καθένα. Σε ποια περίπτωση όμως το ίχνος – λάθος που αφήνεις …εξαφανίζεται σχεδόν σαν να μην υπήρξε ποτέ? Και καλά για τον άλλον… Για σένα? Εσύ πάντα θα ξέρεις- όσο καλά κι αν το έχεις σβήσει- πως το «λάθος» θα παραμείνει «λάθος» ή στη καλύτερη… μουτζούρα. Κι αν η ζωή μας – όπως λένε- είναι οι λευκές κόλλες χαρτιού που εμείς τις γράφουμε, τότε μέχρι πόσες μουτζούρες έχεις δικαίωμα να κάνεις? Κι αν τελικά η γόμα είναι η λύση τότε το πρόβλημα μήπως είμαστε εμείς? Και κάπως έτσι αναρωτιέμαι… Η γόμα είναι εκείνη που κάνει τη διαφορά ή μήπως το… «μολύβι»?

Βένια Ζήση